We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Κ​α​κ​ώ​σ​ε​ι​ς : Σ​ω​τ​η​ρ​ί​α​ν ε​π​ι​ζ​η​τ​ώ (​μ​η​ν α​π​ο​σ​τ​ρ​έ​ψ​ε​ι​ς το π​ρ​ό​σ​ω​π​ο σ​ο​υ α​π​' ε​μ​ο​ύ​)

by Ήδη Νότια

/
  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €5 EUR  or more

     

1.
Έρπονται βουβά τα μέλλοντα μακάρι πάνω στα κόκκινα στα ζωντανά χαλιά Συνήθως τα μεσημέρια της ησυχίας ξαπλώνω στο πάτωμα με το βλέμα μου να προσπαθεί να δεί τον ουρανό Μάτι μαχαίρι μου που σφυρίζεις μία συγκεκριμένη μαύρη ακτίνα κάποιου ξένου φωτός πάνω σε αυτό το μικρό , βρώμικο σημείο αναζητάς κάτι ν’ανάψεις λίγο πετρέλαιο ή βενζίνη * Θυμόμουν τι φορούσα όμως δε θυμόμουνα που έμενα Δε θυμόμουν επίσης ότι επρόκειτο για Πάσχα * Περίμενα την πτώση του όμως αυτός συνέχισε να πηγαίνει προς τα πάνω με μια ενέργεια φωτός και δυναμού * Έχουμε όλοι ηττηθεί υπάρχουν όμως άνθρωποι που μαζεύουνε τα όνειρά τους και τα πίνουν σε ποτήρι χαμηλό με μεζέδες μάγουλα και χείλη * Μία γυναίκα γδυνότανε πίσω από ένα τσιμεντόλιθο, ένας άστεγος πατούσε με το δεξί του πόδι το αριστερό, με το αριστερό το δεξί , και ξανά και ξανά και ξανά Είχε ομίχλη , είχε σκύλους , είχε κι ένα θεατρο, σκουπίδια , καλώδια , και ράγες. Την ημέρα εκείνη είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία οποιουδήποτε δίτροχου , τρίτροχου , ή τετρατροχου οχήματος. Εκτός απο το μεγάλο πράσινο και θολό λεωφορείο , με τις σχισμένες κουρτίνες. Και τα φώτα , μεγάλα σα τα μάτια του Λύκου * Οι βράχοι είναι σάρκες με σάρκες και θάλασσα το ψηφιδωτό των ψηφιδωτών ο κόσμος κι οι χάρες και οι χαρές κι οι όρκοι ακόμη πρωτόγονοι κρύβονται κάτω από τα τραπεζομάντηλα της ψαροταβέρνας μιας χρήσης μικρόφωνο κρατάει ο ιππότης στην τελευταία μέτωπο σε μέτωπο μάχη σ εκείνο το μπαλκόνι που κρέμεται σαν μωρό πιθηκάκι από τα δόντια και τις αμυγδαλές του ουρανού άλλοτε σύννεφα άλλοτε απλώς νότες απλές λιτές απαλές στο κλειδί του Φα δηλαδή Νοέμβριος άλλοτε ουρανίσκος και μια σφαίρα ο δίδυμος ήλιος ο κάπως ελικόπτερο ο και βέβαια είναι προδότης δίδυμος προδότης με τα ταμπούρα και τις μεγάλες δοξαριές ανάμεσα εκεί στα ούλα που ματώνουνε σα να εκκρίνουν μέλι όπως κανείς ξερνά μετά χαράς με κύματα δεν είναι αυτά τα κύματα κάθε είδους κύμα φωτός θαλάσσης ουρλιαχτού κότας ο Αύγουστος τα σταφύλια το χέρι μου στριφογυρνώ εκατό φορές το δάχτυλο μου μέσα σε ένα δευτερόλεπτο όχι μονάχα για ένα δευτερόλεπτο αλλά για μια οικογένεια δευτερολέπτων πέντε δέκα δεκαπέντε όπως αποκτάω μια αφηρημένη κόρη που σήμερα δεν έπλυνε τα δόντια της αλλά ξάπλωσε ευχαριστημένη από το σήμερα σήμερα με βρώμικα πόδια σήμερα στα σεντόνια της μουγκρίζει το δάχτυλό μου εκατό φορές το δευτερόλεπτο για πέντε δέκα δεκαπέντε είκοσι πρόβατα κοιμάμαι κάτω από τον ήλιο με τις κουδούνες του και είμαι ρύζι είμαι μικρά μικρά σπυριά συντονισμένα και φλούδες φλούδες φλούδες δέρμα δηλαδή τι δέρμα να έχει ο ουρανός να τώρα μου μυρίζει σα μια κρέμα βανίλιας ο ουρανός μα όταν στα χείλια μου ακουμπιέται τούλι τούλι τούλι βαρύ το βαρύ τουλι το χρώμα του το φαντάζεσαι και συ ας μη το γλείψω και παλιώσει μ ‘αυτή την μικρή χορευτική κίνηση της γραφής που αγγίζει ξύλα και ό τι άλλο θέλει όπως βράχους και σάρκες με σάρκες κι ότι άλλο εκέινης της καπνίσει πολλά κρυφά κρατεί με πρόσωπο και φρύδια και ζαρώσεις “δε σου λέω” όπως η Λαίδη Λαίδη κάτω ακριβώς από την θεατρική σκηνή όπου βρίσκεται η γκιλοτίνα της εξάτμισης των πολλών δίπλα στο σπέρμα και τους μανδραγόρες εκείνη αποφασίζει τις διαδρομές του Α10 εκεί στην Αθήνα ακομη και το καλοκαίρι τις διαστέλλει μαζί με τα βραχιόλα της τις ώρες και καθορίζει αν την Τετάρτη θα περάσουνε τ’ αμάξια την Κυριακή οι αυτοκίνητοι ή μήπως αν περάσουνε οι Πάνλευκοι των Ορυχείων που σκαλίζουνε κάθε μέρα την κρεατοελιά του προσώπου της Κόσμιας Σάρκας για να βρούν όχι κάρβουνο και λουλουδάκια αλλά φρούτα ρόδια εξίσου στη μέση τα σχίζουνε Βόρειος Πόλος για σένα Νότιος Πόλος για μένα και με τη χούφτα τους την κουτάλα σκάβουνε όλα τους τα έντερα να μας τα ταισούν κι εγώ αρνιέμαι γύρω στις εκατό φορές το δευτερόλεπτο εσύ κάπου στις εξακόσιες κι αυτοί θυμώνουν απ’ τα ντεσιμπέλ κι ακούγονται τα δικά τους νούμερα όπως τριακόσια εξήντα τέσσερα κόμμα εννιά ή εβδομηντατρία ή οχτώ ή κατολίσθηση κατολίσθηση κατολίσθηση και πέφτουν και πέφτουνε σύννεφα κι ο ουρανός και μήλα πράσινα κυρίως πράσινα μήλα ( το λέω γιατί κάπου είδα κι ένα κρεμμύδι) τότε νταούλια και γκάιντες και βροχές και καταιγίδες και κύμβαλα μεγάλα από σίδερο και χρυσάφι και τα σύννεφα καρφωμένα πάνω στα δέντρα σα κεφάλια λόγια κεραυνοί να στέλνονται σε άπειρες και όλες τις κατεύθυνσεις μια περίπτωση το υπερπέραν ή άλλη το μηδέν να δούμε τι θα τύχει όσο προσπαθώ να βρώ και να δώ το χέρι σου μέσα στους καπνούς πριν λίγο μια μητέρα έβαλε φωτιά σ ένα κατάστημα με παιδικά ρούχα επειδή κουράστηκε να θηλάζει έτσι τα παιδιά βάλαν φωτιά στο βενζινάδικο τώρα το χέρι σου που ειν το χέρι σου το ακριβό μα να εκεί γίνηκε γάτα και κοντοστέκεται εξάλλου εκείνης η ζωή δεν είναι η τελευταία της έχει και άλλες ακόμη να τολμήσει να ανέβει στο δέντρο για να κόψει το μήλο της μπρούτζινης εγωσύνης έτσι κι αλλιώς κάποτε όλα πρέπει να τελειώνουμε. Πυθαγόρας

about

Έρπονται βουβά
τα μέλλοντα μακάρι
πάνω στα κόκκινα
στα ζωντανά χαλιά
Συνήθως
τα μεσημέρια της ησυχίας
ξαπλώνω στο πάτωμα
με το βλέμα μου να προσπαθεί
να δεί τον ουρανό
Μάτι μαχαίρι μου
που σφυρίζεις μία
συγκεκριμένη
μαύρη ακτίνα κάποιου
ξένου φωτός
πάνω σε
αυτό
το μικρό , βρώμικο σημείο
αναζητάς κάτι ν’ανάψεις
λίγο πετρέλαιο
ή βενζίνη
*
Θυμόμουν τι φορούσα
όμως δε θυμόμουνα που έμενα
Δε θυμόμουν επίσης
ότι επρόκειτο για Πάσχα
*
Περίμενα την πτώση του
όμως αυτός συνέχισε να πηγαίνει
προς τα πάνω με μια ενέργεια
φωτός και δυναμού
*
Έχουμε όλοι ηττηθεί
υπάρχουν όμως άνθρωποι
που μαζεύουνε τα όνειρά τους
και τα πίνουν σε ποτήρι χαμηλό
με μεζέδες μάγουλα και χείλη
*
Μία γυναίκα γδυνότανε πίσω από ένα τσιμεντόλιθο,
ένας άστεγος πατούσε με το δεξί του πόδι το αριστερό,
με το αριστερό το δεξί , και ξανά και ξανά και ξανά
Είχε ομίχλη , είχε σκύλους , είχε κι ένα θεατρο,
σκουπίδια , καλώδια , και ράγες.
Την ημέρα εκείνη είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία οποιουδήποτε δίτροχου , τρίτροχου , ή τετρατροχου οχήματος.
Εκτός απο το μεγάλο πράσινο και θολό λεωφορείο , με τις σχισμένες κουρτίνες.
Και τα φώτα , μεγάλα σα τα μάτια του Λύκου
*
Οι βράχοι είναι σάρκες με σάρκες και θάλασσα το ψηφιδωτό των ψηφιδωτών ο κόσμος κι οι χάρες και οι χαρές κι οι όρκοι ακόμη πρωτόγονοι κρύβονται κάτω από τα τραπεζομάντηλα της ψαροταβέρνας μιας χρήσης μικρόφωνο κρατάει ο ιππότης στην τελευταία μέτωπο σε μέτωπο μάχη σ εκείνο το μπαλκόνι που κρέμεται σαν μωρό πιθηκάκι από τα δόντια και τις αμυγδαλές του ουρανού άλλοτε σύννεφα άλλοτε απλώς νότες απλές λιτές απαλές στο κλειδί του Φα δηλαδή Νοέμβριος άλλοτε ουρανίσκος και μια σφαίρα ο δίδυμος ήλιος ο κάπως ελικόπτερο ο και βέβαια είναι προδότης δίδυμος προδότης με τα ταμπούρα και τις μεγάλες δοξαριές ανάμεσα εκεί στα ούλα που ματώνουνε σα να εκκρίνουν μέλι όπως κανείς ξερνά μετά χαράς με κύματα δεν είναι αυτά τα κύματα κάθε είδους κύμα φωτός θαλάσσης ουρλιαχτού κότας ο Αύγουστος τα σταφύλια το χέρι μου στριφογυρνώ εκατό φορές το δάχτυλο μου μέσα σε ένα δευτερόλεπτο όχι μονάχα για ένα δευτερόλεπτο αλλά για μια οικογένεια δευτερολέπτων πέντε δέκα δεκαπέντε όπως αποκτάω μια αφηρημένη κόρη που σήμερα δεν έπλυνε τα δόντια της αλλά ξάπλωσε ευχαριστημένη από το σήμερα σήμερα με βρώμικα πόδια σήμερα στα σεντόνια της μουγκρίζει το δάχτυλό μου εκατό φορές το δευτερόλεπτο για πέντε δέκα δεκαπέντε είκοσι πρόβατα κοιμάμαι κάτω από τον ήλιο με τις κουδούνες του και είμαι ρύζι είμαι μικρά μικρά σπυριά συντονισμένα και φλούδες φλούδες φλούδες δέρμα δηλαδή τι δέρμα να έχει ο ουρανός να τώρα μου μυρίζει σα μια κρέμα βανίλιας ο ουρανός μα όταν στα χείλια μου ακουμπιέται τούλι τούλι τούλι βαρύ το βαρύ τουλι το χρώμα του το φαντάζεσαι και συ ας μη το γλείψω και παλιώσει μ ‘αυτή την μικρή χορευτική κίνηση της γραφής που αγγίζει ξύλα και ό τι άλλο θέλει όπως βράχους και σάρκες με σάρκες κι ότι άλλο εκέινης της καπνίσει πολλά κρυφά κρατεί με πρόσωπο και φρύδια και ζαρώσεις “δε σου λέω” όπως η Λαίδη Λαίδη κάτω ακριβώς από την θεατρική σκηνή όπου βρίσκεται η γκιλοτίνα της εξάτμισης των πολλών δίπλα στο σπέρμα και τους μανδραγόρες εκείνη αποφασίζει τις διαδρομές του Α10 εκεί στην Αθήνα ακομη και το καλοκαίρι τις διαστέλλει μαζί με τα βραχιόλα της τις ώρες και καθορίζει αν την Τετάρτη θα περάσουνε τ’ αμάξια την Κυριακή οι αυτοκίνητοι ή μήπως αν περάσουνε οι Πάνλευκοι των Ορυχείων που σκαλίζουνε κάθε μέρα την κρεατοελιά του προσώπου της Κόσμιας Σάρκας για να βρούν όχι κάρβουνο και λουλουδάκια αλλά φρούτα ρόδια εξίσου στη μέση τα σχίζουνε Βόρειος Πόλος για σένα Νότιος Πόλος για μένα και με τη χούφτα τους την κουτάλα σκάβουνε όλα τους τα έντερα να μας τα ταισούν κι εγώ αρνιέμαι γύρω στις εκατό φορές το δευτερόλεπτο εσύ κάπου στις εξακόσιες κι αυτοί θυμώνουν απ’ τα ντεσιμπέλ κι ακούγονται τα δικά τους νούμερα όπως τριακόσια εξήντα τέσσερα κόμμα εννιά ή εβδομηντατρία ή οχτώ ή κατολίσθηση κατολίσθηση κατολίσθηση και πέφτουν και πέφτουνε σύννεφα κι ο ουρανός και μήλα πράσινα κυρίως πράσινα μήλα ( το λέω γιατί κάπου είδα κι ένα κρεμμύδι) τότε νταούλια και γκάιντες και βροχές και καταιγίδες και κύμβαλα μεγάλα από σίδερο και χρυσάφι και τα σύννεφα καρφωμένα πάνω στα δέντρα σα κεφάλια λόγια κεραυνοί να στέλνονται σε άπειρες και όλες τις κατεύθυνσεις μια περίπτωση το υπερπέραν ή άλλη το μηδέν να δούμε τι θα τύχει όσο προσπαθώ να βρώ και να δώ το χέρι σου μέσα στους καπνούς πριν λίγο μια μητέρα έβαλε φωτιά σ ένα κατάστημα με παιδικά ρούχα επειδή κουράστηκε να θηλάζει έτσι τα παιδιά βάλαν φωτιά στο βενζινάδικο τώρα το χέρι σου που ειν το χέρι σου το ακριβό μα να εκεί γίνηκε γάτα και κοντοστέκεται εξάλλου εκείνης η ζωή δεν είναι η τελευταία της έχει και άλλες ακόμη να τολμήσει να ανέβει στο δέντρο για να κόψει το μήλο της μπρούτζινης εγωσύνης έτσι κι αλλιώς κάποτε όλα πρέπει να τελειώνουμε.

*

Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς, πρὸς σὲ καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητῶν· Ὦ Μῆτερ τοῦ Λόγου καὶ Παρθένε, τῶν δυσχερῶν καὶ δεινῶν με διάσωσον.


Παθῶν με ταράττουσι προσβολαί, πολλῆς ἀθυμίας, ἐμπιπλῶσαί μου τὴν ψυχήν, εἰρήνευσον, Κόρη, τῇ γαλήνῃ, τῇ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, Πανάμωμε.

Δόξα...

Σωτῆρα τεκοῦσάν σε καὶ Θεόν, δυσωπῶ, Παρθένε, λυτρωθῆναί με τῶν δεινῶν· σοὶ γὰρ νῦν προσφεύγων ἀνατείνω, καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιαν.

Καὶ νῦν...

Νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, ἐπισκοπῆς θείας, καὶ προνοίας τῆς παρὰ σοῦ, ἀξίωσον, μόνη Θεομῆτορ, ὡς ἀγαθὴ ἀγαθοῦ τε λοχεύτρια.


Προστασίαν καὶ σκέπην, ζωῆς ἐμῆς τίθημι, Σέ, Θεογεννῆτορ, Παρθένε, σύ με κυβέρνησον, πρὸς τὸν λιμένα σου, τῶν ἀγαθῶν ἡ αἰτία, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνη πανύμνητε.

credits

released April 9, 2019

license

all rights reserved

tags

If you like Ήδη Νότια, you may also like: